Υρκανικος

Υρκανικος
    Ὑρκανικός
    Ὑρκᾰνικός
    3
    Plut. = Ὑρκάνιος См. Υρκανιος I

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Υρκανικος" в других словарях:

  • υρκανικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Υρκανία ή στους Υρκανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑρκανία < αρχ. περσ. Varkana «χώρα τών λύκων», περιοχή στα νοτιοανατολικά τής Κασπίας Θάλασσας, περιοχή που αποτελούσε τμήμα τών αυτοκρατοριών τών Μήδων, τών… …   Dictionary of Greek

  • υρκάνιος — α, ο / ὑρκάνιος, ία, ον, ΝΑ, και ιων. τ. θηλ. ίη Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Υρκανία ή στους Υρκανούς, υρκανικός 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Υρκάνιος, η Υρκάνια και Ὑρκάνιος και Ὑρκανία ο Υρκανός 3. φρ. «Υρκάνιο(ν) πεδίο(ν)» πεδινή… …   Dictionary of Greek

  • Υρκανίς — ίδος, ἡ, Α φρ. «Ὑρκανὶς λίμνη» η Κασπία Θάλασσα (Στοβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑρκανία, βλ. λ. υρκανικός] …   Dictionary of Greek

  • Υρκανός — ο, θηλ. Υρκανή / Ὑρκανός, θηλ. Ὑρκανή, ΝΜΑ ο κάτοικος τής Υρκανίας, αλλ. Υρκάνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑρκανία, βλ. λ. υρκανικός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»